- ἀορίστῳ
- ἀόριστοςwithout boundariesmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αοριστώ — ἀοριστῶ ( έω) (AM) μσν. εκφέρω με αόριστο, χρησιμοποιώ τον αόριστο αρχ. είμαι αόριστος, αβέβαιος, ασαφής … Dictionary of Greek
αορισταίνω — ἀορισταίνω (Μ) αοριστώ* … Dictionary of Greek